Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δεκάλιτρος ς

См. также в других словарях:

  • δεκάλιτρος — weighing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκάλιτρος — η, ο (Α δεκάλιτρος, ον) Ι. αυτός που έχει βάρος δέκα λιτρών II. το ουδ. ως ουσ. δεκάλιτρο, το (Α δεκάλιτρον) νεοελλ. μέτρο βάρους δέκα λιτρών αρχ. νόμισμα αξίας δέκα λιτρών, δέκα σβολών …   Dictionary of Greek

  • δεκάλιτρον — δεκάλιτρος weighing masc/fem acc sg δεκάλιτρος weighing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • λίτρα — η (AM λίτρα) νεοελλ. 1. παλαιά ονομασία τού λίτρου 2. βυζαντινή μονάδα βάρους τών νομισμάτων τής αυτοκρατορίας ίση με 327,456 γραμμάρια νεοελλ. μσν. βενετικό νόμισμα ίσο με το 1 / 6 τού δουκάτου μσν. μονάδα επιφανείας ίση με το 1 / 40 τού μοδίου… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»