-
1 δεκαλιτρος
-
2 δεκάλιτρος
δεκάλιτροςweighing: masc /fem nom sg -
3 δεκάλιτρος
δεκά-λιτρος, ον,A weighing or worth tenλίτραι, στατήρ Epich.10
, Arist.Fr. 510: as Subst., δεκάλιτρον, τό, coin worth tenλίτραι, ὁ μισθὸς δ. Sophr.37
, cf. Poll.9.81.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεκάλιτρος
-
4 δεκάλιτρον
δεκάλιτροςweighing: masc /fem acc sgδεκάλιτροςweighing: neut nom /voc /acc sg -
5 στατήρ
Aἵστημι A.
IV, cf. EM725.11) a weight,= λίτρα, κρόκης πέντε ς. Eup.252, cf. IG12.314.42, Poll.4.173, BGU953.2 (iii/ iv A.D.), Phot.; σ. Αἰγιναῖος as a weight, Hp.Mul.1.78.II standard coin, struck in various materials, whether gold, electrum, or silver:1 gold, σ. χρυσοῖ, σ. χρυσοῦ, Ar.Pl. 816, Pl.Euthd. 299e; of various standards, e.g. σ. Δαρεικός (cf. Δαρεικός) Hdt.7.28, Th.8.28;Δαρεικοῦ χρυσίου στατῆρες IG12.310.103
;σ. Κροίσειος Plu.2.823a
, Poll.3.87, Hsch.;χρυσοῦ στατῆρες Λαμψακηνοί IG12.339.32
, al., cf. 7.2425, al. (Thebes, iv B.C.); σ. Φιλίππειος, Ἀλεξάνδρειος, Poll.9.59, cf. SIG285.12 (Erythrae, iv B.C.); Πτολεμαϊκὸς ς. Inscr.Délos 442 B 190 (ii B.C.).2 electrum (cf.χρυσός 1.1a
), struck at Cyzicus, χρυσίου Κυζικηνοῦ ς. IG12.302.12, al., cf. Lys.32.6;Κύζικος πλέα στατήρων Eup.233
; at Phocaea, σ. Φωκαϊται, Φωκαιῆς, Th.4.52, D.40.36;Φωκαϊκὼ στατῆρε IG22.1388.42
.3 silver, σ. Αἰγιναῖοι ib.12.310.111, 22.1126.17, 1388.70, X.HG5.2.22;σ. Κορκυραῖοι IG12.310
add.;σ. Κορίνθιος SIG421.39
(Aetolia, iii B.C.), Poll.4.175; in Sicily called δεκάλιτρος ς., Epich.10;σ. πάτριος SIG976.8
(Samos, ii B.C.); later applied to the Attic τετράδραχμον, Phot., Suid.; also to the Ptolemaic τ., PCair.Zen.567.4, 734.3, PRev.Laws 58.7 (all iii B.C.), BGU1846.8 (i B.C.), Hero *Geom.23.55,56; also of the Jewish shekel, Ev.Matt.17.27.
См. также в других словарях:
δεκάλιτρος — weighing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάλιτρος — η, ο (Α δεκάλιτρος, ον) Ι. αυτός που έχει βάρος δέκα λιτρών II. το ουδ. ως ουσ. δεκάλιτρο, το (Α δεκάλιτρον) νεοελλ. μέτρο βάρους δέκα λιτρών αρχ. νόμισμα αξίας δέκα λιτρών, δέκα σβολών … Dictionary of Greek
δεκάλιτρον — δεκάλιτρος weighing masc/fem acc sg δεκάλιτρος weighing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… … Dictionary of Greek
λίτρα — η (AM λίτρα) νεοελλ. 1. παλαιά ονομασία τού λίτρου 2. βυζαντινή μονάδα βάρους τών νομισμάτων τής αυτοκρατορίας ίση με 327,456 γραμμάρια νεοελλ. μσν. βενετικό νόμισμα ίσο με το 1 / 6 τού δουκάτου μσν. μονάδα επιφανείας ίση με το 1 / 40 τού μοδίου… … Dictionary of Greek